αναφλογίζω

αναφλογίζω
-ισα, -ίστηκα, -ισμένος, εκθέτω κάτι ξανά στη φλόγα, εξάπτω, ερεθίζω: Με τη σύντομη ομιλία του ζήτησε να αναφλογίσει τα πατριωτικά τους αισθήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναφλογίζω — (Α ἀναφλογίζω) αναφλέγω, ανάβω, κάνω να βγει νέα φλόγα …   Dictionary of Greek

  • ἀναφλογίσαι — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor inf act ἀναφλογίσαῑ , ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεφλόγισεν — ἀναφλογίζω Epigr.inc. aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”